ἀπατεῶνα

ἀπατεῶνα
ἀπατεών
cheat
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλπαζανλίκι — καλπαζανλίκι, τὸ (Μ) η ιδιότητα τού απατεώνα, το να είναι κάποιος απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kalpazanlic] …   Dictionary of Greek

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • κρητίζω — (Α) [Κρης] 1. μιλώ με κρητική προφορά, μιλώ σαν Κρητικός 2. μιμούμαι τους Κρητικούς στα ψέματα 3. παροιμ. «προς Κρῆτα κρητίζειν» το να απατά κάποιος τον απατεώνα …   Dictionary of Greek

  • κρυψίνους — ουν (AM κρυψίνους, ουν και οος, οον) 1. αυτός που αποκρύπτει τις σκέψεις, τις ιδέες ή τις πραγματικές προθέσεις του 2. υποκριτής, ανειλικρινής, πανούργος («κρυψίνουν καὶ δολερὸν καὶ ἀπατεῶνα καὶ κλέπτην», Ξεν.). επίρρ... κρυψίνως (Α) ανειλικρινώς …   Dictionary of Greek

  • κύφων — ο (Α κύφων, ωνος) [κυφός] είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη τού σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • μονέδα — η (Μ μονέδα) νόμισμα, νομισματική μονάδα νεοελλ. φρ. α) «κόβω μονέδα» κερδίζω πολλά χρήματα β) «δεν περνά η μονέδα σου» (για ψευδολόγο ή απατεώνα) δεν ισχύει ο λόγος σου, δεν γίνεσαι πιστευτός γ) «κάλπικη μονέδα» απατεώνας μσν. 1. συνεκδ. χρήματα …   Dictionary of Greek

  • περιβώμιος — ον, Α 1. αυτός που κείται ή βρίσκεται γύρω από τον βωμό 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ περιβώμιος σκωπτικός χαρακτηρισμός απατεώνα 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ περιβώμιοι λειτουργοί αφιερωμένοι στην ασιατική λατρεία 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Αβώνου τείχος — Αρχαία πόλη της Παφλαγονίας, στον Εύξεινο Πόντο. Αργότερα ονομάστηκε Ινέμπολις, κατά παραφθορά του ονόματος Ιωνόπολις, που της δόθηκε χάρη στην επιμονή κάποιου μάντη, που λεγόταν Αλέξανδρος και διατηρούσε εκεί το μαντείο του. Ο Λουκιανός, στο… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Βάλας — Όνομα βασιλιάδων της Συρίας. 1. Α. ο Β. Α’. Βασιλιάς της Συρίας (150 145 π.Χ.). Διάσημος τυχοδιώκτης από τη Σμύρνη ή τη Ρόδο. Στον θρόνο της Συρίας αναρριχήθηκε έπειτα από συνωμοσία με τον Ηρακλείδη, τον οποίο είχε εκτοπίσει στη Ρόδο ο Δημήτριος… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγκολ, Νικολάι Βασίλιεβιτς — (Nikolay Vasilyevich Gogol, Σοροστσίντσι, Πολτάβα 1809 – Μόσχα 1852). Ρώσος συγγραφέας. Καταγόταν από πατριαρχική οικογένεια Ουκρανών κοζάκων, έζησε έως δώδεκα ετών στο μικρό πατρικό υποστατικό της Βασιλιέβκα και αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”